- μελίσπονδα
- μελίσπονδαdrink-offerings of honeyneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελίσπονδα — μελίσπονδα, τὰ (Α) χοές ή σπονδές από μέλι («ἀοίνους διαγαγεῑν, ὥσπερ νηφάλια καὶ μελίσπονδα θύοντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθέτου *μελίσπονδος (< μέλι + σπονδή)] … Dictionary of Greek
MELLE — ad plurima usi sunt Veteres, ad esum, ad potum, ad medicinam, ad conservanda cadavera: etiam in sacris, homines superstitiosi. Eius esum quod attinet, de eo in Scriptura passim agitur, Deuteron. c. 32. v. 13. Psalm. 81. v. 17. Prov. c. 24. v. 13 … Hofmann J. Lexicon universale
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek